καναχέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καναχέω < καναχή

Ρήμα[επεξεργασία]

καναχέω / καναχῶ

  1. παράγω διάφορους ήχους, συνήθως οξείς, αλλά και μουσικής
  2. κελαρύζω για πηγές
  3. κοκορίζω για τον κόκορα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη καναχή

Πηγές[επεξεργασία]