κανονικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
κανονικά
- με κανονικό τρόπο
- σύμφωνα με κάποιο κανόνα ή νόμο
- (ειδικότερα) σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς νόμους ή κανόνες
- σε ικανοποιητικό βαθμό, καλά, πλήρως
- φυσιολογικά
- σε τακτά χρονικά διαστήματα
- συμμετρικά
- όπως έχει προγραμματιστεί
- σύμφωνα με κάποιο κανόνα ή νόμο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κανονικά και με το νόμο: πλεονασμός που χρησιμοποιείται συνήθως σκωπτικά για να δείξει κάτι που γίνεται με βάση τις ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις ή βάσει επίσημων αποφάσεων επιστημονικών ή διοικητικών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κανονικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κανονικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κανονικό