κανονικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κανονικά < κανονικός +

Επίρρημα[επεξεργασία]

κανονικά

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • κανονικά και με το νόμο: πλεονασμός που χρησιμοποιείται συνήθως σκωπτικά για να δείξει κάτι που γίνεται με βάση τις ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις ή βάσει επίσημων αποφάσεων επιστημονικών ή διοικητικών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

κανονικά