καπέλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Καπέλο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καπέλο τα καπέλα
      γενική του καπέλου των καπέλων
    αιτιατική το καπέλο τα καπέλα
     κλητική καπέλο καπέλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κατάστημα πώλησης καπέλων

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καπέλο < (άμεσο δάνειο) ιταλική cappello < υστερολατινική cappellus, υποκοριστικό τής λατινική ς cappa < capitulare < capitulum < caput < πρωτοϊταλική *kaput < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kauput- / *káput (κεφάλι)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈpe.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐πέ‐λο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καπέλο ουδέτερο

  1. (ενδυμασία) εξάρτημα της ανδρικής και γυναικείας ενδυμασίας διαφόρων σχημάτων, σχεδίων και χρωμάτων, το οποίο φοριέται στο κεφάλι για λόγους αισθητικούς και πρακτικούς (π.χ. προστασία από τον ήλιο ή το κρύο) ή λειτουργικούς (οπότε είναι δηλωτικό του επαγγέλματος ή του αξιώματος)
     συνώνυμα: πίλος
  2. (μεταφορικά) η αύξηση της τιμής ενός εμπορεύματος πέρα από τα επιτρεπτά και νόμιμα όρια για την επίτευξη του μέγιστου δυνατού κέρδους
    πουλάω φρούτα με καπέλο
  3. (μεταφορικά) οτιδήποτε μοιάζει με καπέλο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Υπώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • βάζω στραβά το καπέλο μου:
  • βγάζω σε κάποιον το καπέλο: αναγνωρίζω την αξία και την υπεροχή του
    αν τα καταφέρεις, θα σου βγάλω το καπέλο
  • γούστο μου και καπέλο μου:
  • παίρνω το καπέλο / καπελάκι μου και φεύγω: τρόπος απειλής ότι δε θα διστάσει κάποιος να αποχωρήσει
  • τα ’κανες μουνί καπέλο:
     συνώνυμα: τα ’κανες μαλλιά κουβάρια, χάλια
  • τα ψηλά καπέλα:

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]