καπίστρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καπίστρι τα καπίστρια
      γενική του καπιστριού των καπιστριών
    αιτιατική το καπίστρι τα καπίστρια
     κλητική καπίστρι καπίστρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Άλογο με καπίστρι στο κεφάλι

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καπίστρι < μεσαιωνική ελληνική καπίστρι(ν) < ελληνιστική κοινή καπίστριον < λατινική capistrum < capio + -trum

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καπίστρι ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]