καπιταλίστας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καπιταλίστας οι καπιταλίστες
      γενική του καπιταλίστα των καπιταλιστών
    αιτιατική τον καπιταλίστα τους καπιταλίστες
     κλητική καπιταλίστα καπιταλίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καπιταλίστας < (άμεσο δάνειο) ιταλική capitalista < λατινική capitalis < caput < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *káput

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.pi.taˈli.stas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐πι‐τα‐λί‐στας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καπιταλίστας αρσενικό

  1. (ειρωνικό) άλλη μορφή του καπιταλιστής
     συνώνυμα: καπιτάλα
  2. (ειρωνικό) πάμπλουτος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]