καπουτσίνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καπουτσίνος < [1]
- καθολικός μοναχός, φυτό < (άμεσο δάνειο) ιταλική cappuccino + -ς < cappuccio (κουκούλα)
- πίθηκος < καπουτσίνος, (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική capuchin < ιταλική capuccino
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καπουτσίνος αρσενικό
- καθολικός μοναχός του ομώνυμου τάγματος
- είδος πιθήκου
- ποώδες φυτό με λουλούδια σαν χωνάκια, καπουτσίνι
- → και δείτε τη λέξη καπουτσίνο (για τον καφέ)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ καπουτσίνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ς (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)