καπότα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καπότα | οι | καπότες |
γενική | της | καπότας | των | καποτών |
αιτιατική | την | καπότα | τις | καπότες |
κλητική | καπότα | καπότες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καπότα < (άμεσο δάνειο) ιταλική cappotto < υποκοριστικό για την λατινική cappa < caput < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kauput-, *káput (κεφάλι)
- καπότα < (άμεσο δάνειο) γαλλική capote (capote anglaise) < υποκοριστικό για την λατινική cappa < caput < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kauput-, *káput (“κεφάλι”)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaˈpo.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐πό‐τα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καπότα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) (παρωχημένο) χοντρή κάπα με κουκούλα
- (λαϊκότροπο, οικείο) το προφυλακτικό (μέσο αντισύλληψης)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κάπα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)