καράολος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καράολος | οι | καράολοι |
γενική | του | καράολου & καραόλου |
των | καράολων & καραόλων |
αιτιατική | τον | καράολο | τους | καράολους & καραόλους |
κλητική | καράολε | καράολοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καράολος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καράολος αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καράολος
→ δείτε τη λέξη σαλιγκάρι |