καραβόπανο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καραβόπανο τα καραβόπανα
      γενική του καραβόπανου των καραβόπανων
    αιτιατική το καραβόπανο τα καραβόπανα
     κλητική καραβόπανο καραβόπανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καραβόπανο < καράβι + πανί

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καραβόπανο ουδέτερο

  1. (ναυτικός όρος): το πανί ιστιοφόρου πλοίου
  2. οποιοδήποτε πανί που χρησιμοποιείται σε πλοίο ή εκτός, ως τέντα, ή κάλυμμα.
  3. (συνεκδοχικά): οποιοδήποτε χοντρό ύφασμα συνηθέστερα λευκό.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]