καραμπίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καραμπίνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική carabina < γαλλική carabine < carabin (στρατιώτης του ελαφρού ιππικού)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καραμπίνα θηλυκό
- ελαφρό πυροβόλο όπλο με κοντάκι και μία κοντή κάννη, βραχύκαννο φορητό όπλο
- αυτός που μαθαίνει κάτι με βραδύ τρόπο
Υπερώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)