καρδιογράφημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρδιογράφημα τα καρδιογραφήματα
      γενική του καρδιογραφήματος των καρδιογραφημάτων
    αιτιατική το καρδιογράφημα τα καρδιογραφήματα
     κλητική καρδιογράφημα καρδιογραφήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Το καρδιογράφημα όπως ανακύπτει από απεικόνιση της λειτουργίας της καρδιάς από καρδιογράφο

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρδιογράφημα < λόγιο ενδογενές δάνειο: cardiogram < αρχαία ελληνική καρδία + γράφω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καρδιογράφημα ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]