καροτοσαλάτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καροτοσαλάτα θηλυκό
- (γαστρονομία): σαλάτα με καρότο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καροτοσαλάτα
|