καρποφάγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καρποφάγος η καρποφάγα το καρποφάγο
      γενική του καρποφάγου της καρποφάγας του καρποφάγου
    αιτιατική τον καρποφάγο την καρποφάγα το καρποφάγο
     κλητική καρποφάγε καρποφάγα καρποφάγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καρποφάγοι οι καρποφάγες τα καρποφάγα
      γενική των καρποφάγων των καρποφάγων των καρποφάγων
    αιτιατική τους καρποφάγους τις καρποφάγες τα καρποφάγα
     κλητική καρποφάγοι καρποφάγες καρποφάγα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρποφάγος < αρχαία ελληνική καρποφάγος

Επίθετο[επεξεργασία]

καρποφάγος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]