καρπούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρπούμαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
καρπούμαι
- (λόγιο) άλλη μορφή του καρπώνομαι
Κλίση[επεξεργασία]
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | καρπούμαι | καρπούμουν καρπούμην |
θα καρπούμαι | να καρπούμαι | καρπούμενος | |
β' ενικ. | καρπούσαι | καρπούσουν καρπούσο |
θα καρπούσαι | να καρπούσαι | ||
γ' ενικ. | καρπούται | καρπούνταν καρπούτο |
θα καρπούται | να καρπούται | ||
α' πληθ. | καρπούμεθα καρπούμαστε |
καρπούμαστε καρπούμασταν |
θα καρπούμεθα καρπούμαστε |
να καρπούμεθα καρπούμαστε |
||
β' πληθ. | καρπούσθε καρπούστε |
καρπούσαστε καρπούσασταν |
θα καρπούσθε καρπούστε |
να καρπούσθε καρπούστε |
||
γ' πληθ. | καρπούνται | καρπούνταν καρπούντο |
θα καρπούνται | να καρπούνται |
Για τους υπόλοιπους χρόνους δείτε την κλίση του ρήματος καρπώνομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καρπούμαι
→ δείτε τη λέξη καρπώνομαι |