καρτ ποστάλ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρτ ποστάλ < (λόγιο δάνειο) γαλλική carte postale[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καρτ ποστάλ θηλυκό άκλιτο ή ουδέτερο άκλιτο

  • κάρτα από χοντρό χαρτί με εκτυπωμένη κάποια παράσταση στη μία πλευρά και χώρο για να γραφτεί ένα σύντομο σημείωμα και η διεύθυνση του παραλήπτη· αποστέλλεται ταχυδρομικά χωρίς να απαιτείται φάκελος
    ※  Χαζεύω τις καρτποστάλ σ' ένα περίπτερο. (Βασίλης Αλεξάκης (1995) Η μητρική γλώσσα)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]