καρυκεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρυκεύω < ελληνιστική κοινή καρυκεύω < καρύκη

Ρήμα[επεξεργασία]

καρυκεύω

  1. (κυριολεκτικά) προσθέτω καρύκευμα σε φαγητό
  2. (μεταφορικά) εμπλουτίζω η στολίζω το λόγο μου με ευφυολογήματα και ανάλαφρες «πινελιές»

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]