καρυόφυλλον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρυόφυλλον < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική caryophyllus (< επανασημασιοδότηση από: αρχαία ελληνική καρυόφυλλον)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρυόφυλλον ουδέτερο
- γένος φυτών (στα οποία ανήκει η γαριφαλιά)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καρυόφυλλον
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρυόφυλλον ουδέτερο
- το μπαχαρικό γαρίφαλο, το μοσχοκάρφι
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- καρυόφυλλον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- καρυόφυλλον, στο: lsj.gr.
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)