καρωτίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρωτίδα < (ελληνιστική κοινή) καρωτίς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρωτίδα θηλυκό
- η καθεμιά από τις αρτηρίες που ξεκινούν από την αορτή, περνούν από το λαιμό και τροφοδοτούν με αίμα τον εγκέφαλο