καρό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρό < (άμεσο δάνειο) γαλλική carreau
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρό ουδέτερο άκλιτο
- διακοσμητικό μοτίβο σε σχήμα ρόμβου ή τετραγώνου
- τραπουλόχαρτο με την εικόνα του σχήματος ρόμβου πάνω του
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
μοτίβα: