καρότσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρότσα οι καρότσες
      γενική της καρότσας
    αιτιατική την καρότσα τις καρότσες
     κλητική καρότσα καρότσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρότσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική carrozza < carro < λατινική carrus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kr̥s-o-< *k̑ers- (τρέχω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈɾo.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ρό‐τσα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καρότσα θηλυκό

  1. το αμάξωμα ενός (φορτηγού) αυτοκινήτου
  2. το πίσω μέρος ενός οχήματος, το οποίο είναι κατάλληλα διαμορφωμένο, για να δέχεται φορτίο
  3. σιδηροδρομικό όχημα που μεταφέρει επιβάτες
     συνώνυμα: βαγόνι
  4. (παρωχημένο) ιππήλατη άμαξα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]