καρύδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρύδι τα καρύδια
      γενική του καρυδιού των καρυδιών
    αιτιατική το καρύδι τα καρύδια
     κλητική καρύδι καρύδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένας σωρός καρύδια
καρύδι σε ανθρώπινο λαιμό

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρύδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καρύδι(ν) < αρχαία ελληνική καρύδιον, υποκοριστικό του κάρυον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καρύδι ουδέτερο

  1. (τρόφιμο) ο καρπός της καρυδιάς
  2. (ανατομία) η προεξοχή του θυρεοειδούς χόνδρου στο λάρυγγα, που λέγεται και « μήλο του Αδάμ » επειδή στον άνδρα σχηματίζει ορθή γωνία κατά την ανάπτυξή του. Στη γυναίκα αναπτύσσεται λιγότερο, σχηματίζει αμβλεία γωνία (120 μοιρών) και έτσι δεν προεξέχει έντονα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • τον καρύδωσε - τον έπνιξε, πιέζοντας το καρύδι στο λαιμό του
  • "θα σου φάω το καρύδι", ήταν συχνή έκφραση τη νύχτα, σε μέρη που συναντούσες κάθε καρυδιάς καρύδι
  • "σάνταλα, μάνταλα, κούφια καρύδια" (παλιότερη έκφραση για τις αερολογίες)
  • "έφτιαξε καριδάκι, δηλαδή καρύδι γλυκό" (από άγουρα καρύδια)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]