κασέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κασέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική cachet < cacher + -et < παλαιά γαλλική cachier < δημώδης λατινική *coacticāre < *coacticō < λατινική coacto < cogo < ago < πρωτοϊταλική *agō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂éǵeti < *h₂eǵ- (ἄγω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κασέ ουδέτερο άκλιτο
- η αμοιβή που ζητάει (και λαμβάνει) κάποιος καλλιτέχνης
- (τυπογραφία) το προσχέδιο ενός προς εκτύπωση εντύπου, πάνω στο οποίο σημειώνονται οδηγίες εκτύπωσης ή διορθώσεις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα δημώδη λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊταλική (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Τυπογραφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)