κασετόφωνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κασετόφωνο ουδέτερο
- ηλεκτρονική συσκευή αναπαραγωγής ήχου που έχει έγγραφεί σε κασέτα (ταινίας)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κασετοφωνάκι
- ραδιοκασετόφωνο
- → δείτε τις λέξεις κασέτα και φωνή