κασπό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κασπό < γαλλική cache-pot

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κασπό ουδέτερο άκλιτο και κασπώ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]