κατάπλασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατάπλασμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατάπλασμα ουδέτερο
- (ιατρική) τοπικό επίθεμα στην επιφάνεια του σώματος για θεραπευτικούς σκοπούς. Είναι πολτώδης μάζα από φυτικές ουσίες και νερό.
- (μειωτικό) για φαγητό που έγινε πολύ πηχτό ή πολτώδες (νιανιά)
- ο γλοιώδης παλιάνθρωπος