κατάστικτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατάστικτος η κατάστικτη το κατάστικτο
      γενική του κατάστικτου της κατάστικτης του κατάστικτου
    αιτιατική τον κατάστικτο την κατάστικτη το κατάστικτο
     κλητική κατάστικτε κατάστικτη κατάστικτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατάστικτοι οι κατάστικτες τα κατάστικτα
      γενική των κατάστικτων των κατάστικτων των κατάστικτων
    αιτιατική τους κατάστικτους τις κατάστικτες τα κατάστικτα
     κλητική κατάστικτοι κατάστικτες κατάστικτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατάστικτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατάστικτος

Επίθετο[επεξεργασία]

κατάστικτος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / κατάστικτος τὸ κατάστικτον
      γενική τοῦ/τῆς καταστίκτου τοῦ καταστίκτου
      δοτική τῷ/τῇ καταστίκτ τῷ καταστίκτ
    αιτιατική τὸν/τὴν κατάστικτον τὸ κατάστικτον
     κλητική ! κατάστικτε κατάστικτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ κατάστικτοι τὰ κατάστικτ
      γενική τῶν καταστίκτων τῶν καταστίκτων
      δοτική τοῖς/ταῖς καταστίκτοις τοῖς καταστίκτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς καταστίκτους τὰ κατάστικτ
     κλητική ! κατάστικτοι κατάστικτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ καταστίκτω τὼ καταστίκτω
      γεν-δοτ τοῖν καταστίκτοιν τοῖν καταστίκτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατάστικτος < κατά- + -στικτος (καταστίζω)

Επίθετο[επεξεργασία]

κατάστικτος, -ος, -ον

  1. γεμάτος στίγματα, καλυμμένος με σημάδια, διάστικτος, πιτσιλωτός
    ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Βάκχαι, στίχ. 697 (695-698)
    καὶ πρῶτα μὲν καθεῖσαν εἰς ὤμους κόμας | νεβρίδας τ᾽ ἀνεστείλανθ᾽ ὅσαισιν ἁμμάτων | σύνδεσμ᾽ ἐλέλυτο, καὶ καταστίκτους δορὰς | ὄφεσι κατεζώσαντο λιχμῶσιν γένυν.
    Άφησαν πρώτα τα μαλλιά τους να χυθούν στους ώμους, | έσφιξαν τα κατάστικτα δέρματα ελαφιών, | αν είχαν λυθεί οι κόμποι που τα έδεναν, | και τα έζωσαν με φίδια που τους έγλειφαν το μάγουλο.
    Μετάφραση χ.χ.: Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 8, 3 @scaife.perseus
    Ἄλλος ὃς καλεῖται κνιπολόγος, τὸ μέγεθος μικρὸς ὅσον ἀκανθυλλίς, τὴν δὲ χρόαν σποδοειδὴς καὶ κατάστικτος· φωνεῖ δὲ μικρόν·
    ※  1ος/2ος↓ αιώνας Πλούταρχος, Ἠθικά Περὶ τοῦ πότερον τὰ ψυχῆς ἢ τὰ σώματος πάθη χείρονα, Section 2, 500d @scaife.perseus
    ἡ μὲν οὖν Αἰσώπειος ἀλώπηξ περὶ ποικιλίας δικαζομένη πρὸς τὴν πάρδαλιν, ὡς ἐκείνη τὸ σῶμα καὶ τὴν ἐπιφάνειαν εὐανθῆ καὶ κατάστικτον ἐπεδείξατο, τῇ δʼ ἦν τὸ ξανθὸν αὐχμηρὸν καὶ οὐχ ἡδὺ προσιδεῖν·
  2. (για ρούχα) ποικιλόχρωμος, παρδαλός
    ※  2ος↓ αιώνας Ἀρριανός, Ἰνδική, 5.9 @scaife.perseus
    καὶ αὐτοὶ Ἰνδοὶ ὑπὸ τυμπάνων τε καὶ κυμβάλων στελλόμενοι ἐς τὰς μάχας, καὶ ἐσθὴς αὐτοῖσι κατάστικτος ἐοῦσα, κατάπερ τοῦ Διονύσου τοῖσι βάκχοισιν·

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]