κατάσχω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατάσχω < αρχαία ελληνική κατάσχω, υποτακτική αορίστου βʹ (κατέσχον) του ρήματος κατέχω
Η λέξη πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1897 σε νομικό έγγραφο του υπουργείου εξωτερικών (Κουμανούδης Στέφανος, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών, τ. Α, σελ. 531). Ο Κουμανούδης επικρίνει το (λανθασμένο —κατά τη γνώμη του) σχηματισμό της λέξης και τη χρήση της.

Ρήμα[επεξεργασία]

κατάσχω, στ.μέλλ.: θα κατασχέσω, αόρ.: κατάσχεσα και κατέσχεσα, παθ.φωνή: κατάσχομαι, μτχ.π.π.: κατασχεμένος

  • (νομικός όρος) κάνω κατάσχεση, θέτω περιουσιακό στοιχείο κάποιου υπό δικαστική δέσμευση και αφαιρώ από αυτόν το δικαίωμα διάθεσής του, πχ λόγω ανεξόφλητου χρέους ή στο πλαίσιο μιας δικαστικής έρευνας ή επειδή η κατοχή αυτού του περιουσιακού στοιχείου είναι αντίθετη με νόμους ή κανονισμούς
    ※ H γαλλική τράπεζα Natixis κατάσχεσε χθες το επιβατηγό «Jet Ferry» συμφερόντων Γερ. Αγούδημου (από την εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 8 Απριλίου 2009)
    ※ Η εισαγγελία στο Μιλάνο κατάσχεσε έγγραφα από τα γραφεία των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s και Standard & Poor’s. (από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 4 Αυγούστου 2011)
    ※ Δώδεκα αρχαία αντικείμενα κατάσχεσε, «ως παρανόμως κατεχόμενα», προχθές το Τμήμα Αρχαιοκαπηλίας της Αστυνομίας ... (από την εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 4 Μαΐου 2006)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]