καταλιπών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική καταλιπών καταλιποῦσ τὸ καταλιπόν
      γενική τοῦ καταλιπόντος τῆς καταλιπούσης τοῦ καταλιπόντος
      δοτική τῷ καταλιπόντ τῇ καταλιπούσ τῷ καταλιπόντ
    αιτιατική τὸν καταλιπόντ τὴν καταλιπούσᾰν τὸ καταλιπόν
     κλητική ! καταλιπών καταλιποῦσ καταλιπόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ καταλιπόντες αἱ καταλιποῦσαι τὰ καταλιπόντ
      γενική τῶν καταλιπόντων τῶν καταλιπουσῶν τῶν καταλιπόντων
      δοτική τοῖς καταλιποῦσῐ(ν) ταῖς καταλιπούσαις τοῖς καταλιποῦσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς καταλιπόντᾰς τὰς καταλιπούσᾱς τὰ καταλιπόντ
     κλητική ! καταλιπόντες καταλιποῦσαι καταλιπόντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ καταλιπόντε τὼ καταλιπούσ τὼ καταλιπόντε
      γεν-δοτ τοῖν καταλιπόντοιν τοῖν καταλιπούσαιν τοῖν καταλιπόντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'φυγών' όπως «φυγών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο[επεξεργασία]

καταλιπών, -οῦσα, -όν