κατανάλωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατανάλωση οι καταναλώσεις
      γενική της κατανάλωσης* των καταναλώσεων
    αιτιατική την κατανάλωση τις καταναλώσεις
     κλητική κατανάλωση καταναλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταναλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατανάλωση < (ελληνιστική κοινήκατανάλωσις (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική consommation)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.taˈna.lo.si/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κατανάλωση θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καταναλώνω, η αγορά και χρήση προϊόντων, υπηρεσιών
    προϊόντα ευρείας κατανάλωσης/ πρέπει να μειωσουμε την κατανάλωση πετρελαίου / στο εξοχικό κάνουμε μεγάλη κατανάλωση νερού
  2. ξόδεμα, δαπάνη
    Η νέα ηλεκτρικη κουζίνα μου έχει μικρή κατανάλωση
  3. (μεταφορικά) η αποδοχή μιας προβαλλόμενης ιδέας που προορίζεται για να κατευνάσει ή να ικανοποιήσει συγκεκριμένη μερίδα πληθυσμού
    Αυτά δεν μπορούν να σταθούν σε διεθνείς συνδιασκέψεις -ο έλληνας πρωθυπουργός τα λέει για εσωτερική κατανάλωση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • "απ' την παραγωγή, στην κατανάλωση" : (υποτίθεται) άμεσα, γρήγορα, δίχως χρονοτριβή -άρα φρέσκα- χωρίς μεσάζοντες -άρα φτηνά.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]