κατανάλωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατανάλωση | οι | καταναλώσεις |
γενική | της | κατανάλωσης* | των | καταναλώσεων |
αιτιατική | την | κατανάλωση | τις | καταναλώσεις |
κλητική | κατανάλωση | καταναλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταναλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατανάλωση < (ελληνιστική κοινή) κατανάλωσις (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική consommation)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.taˈna.lo.si/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατανάλωση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καταναλώνω, η αγορά και χρήση προϊόντων, υπηρεσιών
- προϊόντα ευρείας κατανάλωσης/ πρέπει να μειωσουμε την κατανάλωση πετρελαίου / στο εξοχικό κάνουμε μεγάλη κατανάλωση νερού
- ξόδεμα, δαπάνη
- Η νέα ηλεκτρικη κουζίνα μου έχει μικρή κατανάλωση
- (μεταφορικά) η αποδοχή μιας προβαλλόμενης ιδέας που προορίζεται για να κατευνάσει ή να ικανοποιήσει συγκεκριμένη μερίδα πληθυσμού
- Αυτά δεν μπορούν να σταθούν σε διεθνείς συνδιασκέψεις -ο έλληνας πρωθυπουργός τα λέει για εσωτερική κατανάλωση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη καταναλώνω
Σύνθετα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- "απ' την παραγωγή, στην κατανάλωση" : (υποτίθεται) άμεσα, γρήγορα, δίχως χρονοτριβή -άρα φρέσκα- χωρίς μεσάζοντες -άρα φτηνά.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατανάλωση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)