καταστρέφομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταστρέφομαι< παθητική φωνή του ρήματος καταστρέφω

Ρήμα[επεξεργασία]

καταστρέφομαι

• κάνω πληγές δημιουργώ κενά , φθείρομαι , χαλάω έμενα ψυχικά , σωματικά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]