καταστροφισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καταστροφισμός οι καταστροφισμοί
      γενική του καταστροφισμού των καταστροφισμών
    αιτιατική τον καταστροφισμό τους καταστροφισμούς
     κλητική καταστροφισμέ καταστροφισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταστροφισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καταστροφισμός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]