καταχρώμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταχρώμαι < καταχράομαι-ῶμαι < κατά + χρῶμαι

Ρήμα[επεξεργασία]

καταχρώμαι (αποθετικό ρήμα)

  1. σφετερίζομαι χρήματα που δεν μου ανήκουν, κάνω οικονομική κατάχρηση
  2. κάνω υπερβολική χρήση
    Μην καταχράσαι την υπομονή μου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]