κατηφόρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατηφόρα | οι | κατηφόρες |
γενική | της | κατηφόρας | — | |
αιτιατική | την | κατηφόρα | τις | κατηφόρες |
κλητική | κατηφόρα | κατηφόρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατηφόρα < κατήφορ(ος) + κατάληξη θηλυκού -α
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.tiˈfo.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τη‐φό‐ρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατηφόρα θηλυκό
- άλλη μορφή του κατήφορος
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατηφόρα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -α, θηλυκό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)