κατηχητικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατηχητικός η κατηχητική το κατηχητικό
      γενική του κατηχητικού της κατηχητικής του κατηχητικού
    αιτιατική τον κατηχητικό την κατηχητική το κατηχητικό
     κλητική κατηχητικέ κατηχητική κατηχητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατηχητικοί οι κατηχητικές τα κατηχητικά
      γενική των κατηχητικών των κατηχητικών των κατηχητικών
    αιτιατική τους κατηχητικούς τις κατηχητικές τα κατηχητικά
     κλητική κατηχητικοί κατηχητικές κατηχητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατηχητικός < ελληνιστική κοινή κατηχητικός < κατηχέω / κατηχῶ < κατά + αρχαία ελληνική ἠχέω < ἦχος

Επίθετο[επεξεργασία]

κατηχητικός

  1. που έχει σχέση με την κατήχηση ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. (ουσιαστικοποιημένο) κατηχητική
  3. (ουσιαστικοποιημένο) κατηχητικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]