κατσικίσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κατσικίσιος | η | κατσικίσια | το | κατσικίσιο |
γενική | του | κατσικίσιου | της | κατσικίσιας | του | κατσικίσιου |
αιτιατική | τον | κατσικίσιο | την | κατσικίσια | το | κατσικίσιο |
κλητική | κατσικίσιε | κατσικίσια | κατσικίσιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κατσικίσιοι | οι | κατσικίσιες | τα | κατσικίσια |
γενική | των | κατσικίσιων | των | κατσικίσιων | των | κατσικίσιων |
αιτιατική | τους | κατσικίσιους | τις | κατσικίσιες | τα | κατσικίσια |
κλητική | κατσικίσιοι | κατσικίσιες | κατσικίσια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κατσικίσιος
- που αναφέρεται ή ανήκει στο κατσίκι
- κατσικίσιο τυρί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)