καυλί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καυλί τα καυλιά
      γενική του καυλιού των καυλιών
    αιτιατική το καυλί τα καυλιά
     κλητική καυλί καυλιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καυλί < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή καυλίον, υποκοριστικό της αρχαία ελληνική καυλός[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈvli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καυ‐λί
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καυλί ουδέτερο

  1. (χυδαίο) η βάλανος του πέους
  2. (χυδαίο, συνεκδοχικά) το πέος
  3. (χυδαίο, κατ’ επέκταση) οτιδήποτε έχει ανάλογο μακρόστενο σχήμα
     συνώνυμα: καυλιτζέκι

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]