καυστήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καυστήρας < αρχαία ελληνική καυστήρ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καυστήρας αρσενικό
- (μηχανολογία) ειδικός μηχανισμός, που συντελεί στη καύση υγρού ή αερίου
- παρελκόμενο τμήμα εγκατάστασης λέβητα π.χ. καλοριφέρ, ο οποίος χρησιμοποιεί κάποιο καύσιμο υλικό για να παράγει θερμότητα και να ζεστάνει το νερό του λέβητα
- (σπάνιο) άλλη μορφή του καυτήρας
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- υφίστανται τρία είδη καυστήρων: καυστήρας πετρελαίου, καυστήρας καρβουνόσκονης και καυστήρας αερίων καυσίμων