καυστήρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καυτήρας

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καυστήρας οι καυστήρες
      γενική του καυστήρα των καυστήρων
    αιτιατική τον καυστήρα τους καυστήρες
     κλητική καυστήρα καυστήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
συνηθισμένος καυστήρας (1) καλοριφέρ

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καυστήρας < αρχαία ελληνική καυστήρ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καυστήρας αρσενικό

  1. (μηχανολογία) ειδικός μηχανισμός, που συντελεί στη καύση υγρού ή αερίου
  2. παρελκόμενο τμήμα εγκατάστασης λέβητα π.χ. καλοριφέρ, ο οποίος χρησιμοποιεί κάποιο καύσιμο υλικό για να παράγει θερμότητα και να ζεστάνει το νερό του λέβητα
  3. (σπάνιο) άλλη μορφή του καυτήρας

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • υφίστανται τρία είδη καυστήρων: καυστήρας πετρελαίου, καυστήρας καρβουνόσκονης και καυστήρας αερίων καυσίμων

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]