καφετί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καφετί < καφεδί με τροπή [ð] > [t] κατά το σταχτί < καφές, θέμα καφεδ- [1]
- για το χαρτονόμισμα: μεταφορική σημασία
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καφετί ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καφετί
|
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καφετί | τα | καφετιά |
γενική | του | καφετιού | των | καφετιών |
αιτιατική | το | καφετί | τα | καφετιά |
κλητική | καφετί | καφετιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
καφετί ουδέτερο
- (νόμισμα, οικείο, παρωχημένο) ελληνικό χιλιάρικο (καθένα από τα παλιά χαρτονομίσματα] χιλίων δραχμών, λόγω του χρώματός του)
Επίθετο[επεξεργασία]
καφετί άκλιτο
- άκλιτος τύπος του καφετής για όλα τα γένη
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη καφές
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
καφετί
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ καφετής, καφετί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Χρώματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδί' (νέα ελληνικά)
- Νομίσματα (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)