καύσωνας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καύσωνας οι καύσωνες
      γενική του καύσωνα των καυσώνων
    αιτιατική τον καύσωνα τους καύσωνες
     κλητική καύσωνα καύσωνες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καύσωνας < ελληνιστική κοινή καύσων < αρχαία ελληνική καίω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkaf.so.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καύ‐σω‐νας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καύσωνας αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη καίω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]