κείμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κείμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κεῖμαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱey- (κεῖμαι) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈci.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κεί‐μαι
Ρήμα[επεξεργασία]
κείμαι (αποθετικό ρήμα), μετοχή: κείμενος (αποθετικό ρήμα) μόνον στον παθητικό ενεστώτα, συνήθως στο τρίτο ενικό πρόσωπο
- (λόγιο ή ειρωνικό) βρίσκομαι
- ↪ Από γεωγραφία; δεν ξέρει να βρει στο χάρτη πού κείται η Λαμία...
- (αρχαιοπρεπές) είμαι ξαπλωμένος (άρρωστος ή νεκρός)
- ※ Στην καρδιά του Λαβύρινθου, στο κέντρο του, ... κείται το σηπόμενο σώμα του Μινώταυρου. Μόλις τον σκότωσε, ο Θησέας έτρεξε να φύγει με την Αριάδνη (Jacques Lacarrière, Τα φτερά του Ίκαρου, μετάφραση: Μίνωα Πόθου)
- ≈ συνώνυμα: κείτομαι
- εκφράσεις: ενθάδε κείται
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς ενεργητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ειρωνικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)