κείτομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κείτομαι < αρχαία ελληνική κεῖμαι
Ρήμα[επεξεργασία]
κείτομαι (αποθετικό ρήμα)
- είμαι ξαπλωμένος (συνήθως: άρρωστος ή νεκρός)
- Ανέβαινε, κατέβαινε, βούλιαζε μέσα του η Κρήτη. Δεν ήταν νησί, ήταν ένα θεριό που κείτουνταν στη θάλασσα. (Ν.Καζαντζάκης, Ο καπετάν Μιχάλης)