κεκάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κεκάκι τα κεκάκια
      γενική
    αιτιατική το κεκάκι τα κεκάκια
     κλητική κεκάκι κεκάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κεκάκι < υποκοριστικό του κέκ (κέικ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κεκάκι ουδέτερο

  • υποκοριστικό του: κέικ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κέικ