κεκλεισμένων των θυρών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κεκλεισμένων των θυρών < → δείτε τις λέξεις κεκλεισμένος και θύρα
Προφορά[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
κεκλεισμένων των θυρών
- το δικαστήριο συνεδρίασε κεκλεισμένων των θυρών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κεκλεισμένων των θυρών