κεμπάπ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κεμπάπ < (άμεσο δάνειο) τουρκική kebap < αραβική كباب (kabāb) ή < περσική کباب (kebâb)
κεμπάπ με πίτα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κεμπάπ ουδέτερο άκλιτο

  1. φαγητό από κιμά μοσχαρίσιο και αρνίσιο που πλάθεται σε μακρόστενα μπιφτέκια μαζι με άλλα υλικά και ψήνεται στη σχάρα, σε γκριλ ή και σε φούρνο
  2. ντονέρ κεμπάπ: γύρος από μοσχαρίσιο και αρνίσιο κιμά

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]