κεντρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κεντρώνω < αρχαία ελληνική κεντρόω / κεντρῶ < κέντρον

Ρήμα[επεξεργασία]

κεντρώνω

  1. (σπάνιο) κεντρίζω, τσιμπώ
  2. (σπάνιο) μπολιάζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]