κερδεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κερδεύω < κέρδος + -εύω

Ρήμα[επεξεργασία]

κερδεύω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]