κερματίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κερματίζω < αρχαία ελληνική κερματίζω < κέρμα < κείρω

Ρήμα[επεξεργασία]

κερματίζω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]