κεφάλας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κεφάλας < κεφάλ- + -άλας < κεφάλι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κεφάλας αρσενικό

  1. αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι
  2. (σκωπτικό) που δεν καταλαβαίνει εύκολα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

κεφάλας

  1. γενική ενικού του κεφάλα