κηπεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κηπεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κηπεύω < κῆπος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ciˈpe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κη‐πεύ‐ω

Ρήμα[επεξεργασία]

κηπεύω, αόρ.: κήπευσα, παθ.φωνή: κηπεύομαι, π.αόρ.: κηπεύθηκα, μτχ.π.π.: κηπευμένος [1]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη κήπος

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κηπεύω < κῆπ(ος) + -εύω

Ρήμα[επεξεργασία]

κηπεύω

  1. καλλιεργώ σε κήπο
    κηπεύω λάχανα, σῖτον
  2. (μεταφορικά) περιποιούμαι και αγαπώ, όπως τον κήπο
  3. (μεταφορικά) ζωογονώ

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη κῆπος

Πηγές[επεξεργασία]