κηπουρική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κηπουρική οι κηπουρικές
      γενική της κηπουρικής των κηπουρικών
    αιτιατική την κηπουρική τις κηπουρικές
     κλητική κηπουρική κηπουρικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κηπουρική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου κηπουρικός < αρχαία ελληνική κηπουρικός < κηπουρός < κῆπος + *ϝορ- (< ὁράω)
Κορίτσι ασχολείται με την κηπουρική.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ci.pu.ɾiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κη‐που‐ρι‐κή
ομόηχο: κηπουρικοί

Επίθετο[επεξεργασία]

κηπουρική θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

κηπουρική



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

κηπουρική